- μητρικός
- maternel
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μητρικός — of a mother masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικός — ή, ό (ΑΜ μητρικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα (α. «μητρική στοργή» β. «μητρικό γάλα») νεοελλ. 1. φρ. α) «μητρική γλώσσα» η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κανείς από τη βρεφική του ηλικία, η γλώσσα τού έθνους του β) «μητρική… … Dictionary of Greek
μητρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα: Η μητρική στοργή. – Μητρική γλώσσα (η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κανείς από τη βρεφική ηλικία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μητρικά — μητρικός of a mother neut nom/voc/acc pl μητρικά̱ , μητρικός of a mother fem nom/voc/acc dual μητρικά̱ , μητρικός of a mother fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικῶν — μητρικός of a mother fem gen pl μητρικός of a mother masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικόν — μητρικός of a mother masc acc sg μητρικός of a mother neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικαῖς — μητρικός of a mother fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικαί — μητρικός of a mother fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικοῖς — μητρικός of a mother masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικοί — μητρικός of a mother masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικοῦ — μητρικός of a mother masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)